- παρασεύω
- παρασεύω,A drive past, [tense] aor. παρέσς<ε>υα Hsch. :—[voice] Pass., rush past,
παρεσσύμενοι Q.S.2.214
, 8.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεσσύμενοι Q.S.2.214
, 8.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασεύω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να τρέξει πέρα από κάτι, παρωθώ 2. παθ. παρασεύομαι περνώ βιαστικά, ορμητικά, φεύγω πέρα από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σεύω / σεύομαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek